καρβοξύλιο

καρβοξύλιο
Η χαρακτηριστική ομάδα (-COOH) που περιέχεται σε όλα τα οργανικά οξέα, τα οποία για τον λόγο αυτό καλούνται καρβοξυλικά οξέα. Αποτελείται από μια καρβονυλομάδα και μια υδροξυλομάδα. O όξινος χαρακτήρας του κ. οφείλεται στο ιονιζόμενο υδρογόνο, το οποίο μπορεί να αντικατασταθεί από ένα μέταλλο –οπότε σχηματίζεται το άλας του οξέος– ή με ένα αλκύλιο ή μία αρωματική ρίζα για να προκύψει ένας εστέρας. Η υδροξυλομάδα μπορεί να αντικατασταθεί με άτομα ή ομάδες ατόμων για τον σχηματισμό αμιδίων ή αλογονιδίων οξέων του τύπου RCOCl (όπου το R παριστάνει μία ρίζα). Τα σπουδαιότερα από τα αλογονίδια είναι τα χλωρίδια και τα βρωμίδια, που χρησιμοποιούνται ως ενδιάμεσες ενώσεις σε διάφορες μεθόδους οργανικής σύνθεσης.
* * *
το
χημ.
μονοσθενής οργανική ρίζα που αποτελεί τη χαρακτηριστική ομάδα τών καρβονικών οξέων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. carboxyl < carb- (πρβλ. λατ. carbo «άνθραξ» + -οx- (πρβλ. οξυγόνο) + -yl (κατάλ. που χρησιμοποιείται στη χημική ορολογία κατ' αποκοπήν από το hyle < ελλ. ύλη)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αμινοξέα — Οργανικές ενώσεις, που χαρακτηρίζονται από την παρουσία στο μόριό τους μιας όξινης χαρακτηριστικής ομάδας, ονομαζόμενης καρβοξύλιο ( COOH) και μιας βασικής χαρακτηριστικής ομάδας, της ΝΗ2. Μερικά α. μπορεί να περιέχουν περισσότερες από μία… …   Dictionary of Greek

  • βεταΐνη — Χημική ένωση που παράγεται από το αμινοξύ, γλυκόκολλα, με αντικατάσταση των τριών ατόμων υδρογόνου της αμινικής ομάδας της με τρία μεθύλια. Χημικός τύπος: (CH3)3 – N+ – CH2 – COO– . Στη β. η αμμωνιακή ομάδα αντιδρά με το καρβοξύλιο του ίδιου… …   Dictionary of Greek

  • πρωτεΐνες — Οργανικές αζωτούχες ουσίες με μεγάλο μοριακό βάρος, οι οποίες σχηματίζονται με την ένωση πολλών μορίων αμινοξέων συνδεδεμένων με δεσμούς αμιδικού τύπου. Οι π. αναγνωρίστηκαν ως τα ουσιώδη αζωτούχα συστατικά του πρωτοπλάσματος από τον Μούλντερ… …   Dictionary of Greek

  • ανάλυση — Η διάλυση μιας σύνθετης ουσίας στα συστατικά της· το λιώσιμο μιας ουσίας· η διαίρεση του λόγουσε στοιχεία και η εύρεση της μεταξύ τους σχέσης· λεπτομερειακή έκθεση των στοιχείων μιας θεωρίας ή ενός φιλοσοφικού συστήματος· η μελέτη των στοιχείων… …   Dictionary of Greek

  • γλυκόζη — Οργανική ένωση, του τύπου C6H12Ο6, που ανήκει στην τάξη των σακχάρων. Είναι ένας μονοσακχαρίτης με 6 άτομα άνθρακα (εξόζη), με μία αλδεϋδική ομάδα (αλδόζη). Στη φύση βρίσκεται στα φρούτα, σε πολλούς γλυκοζίτες, στο αίμα, όπου περιέχεται σε… …   Dictionary of Greek

  • καρβοξυλάση — η χημ. ένζυμο τής ομάδας τών λιπασών. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. carboxylase < carboxyl (πρβλ. καρβοξύλιο) + ase (κατάλ. που χρησιμοποιείται στη χημική ορολογία κατ αποκοπήν από το γαλλ. diast ase < ελλ. διάστασις,… …   Dictionary of Greek

  • οξύ — Χημική ένωση, η οποία όταν βρεθεί σε υδατικό διάλυμα υφίσταται διάσταση σχηματίζοντας κατιόντα υδρογόνου (H+), με πυκνότητα ευθέως ανάλογη προς την ισχύ του ο. Τα κατιόντα υδρογόνου είναι άτομα υδρογόνου με μορφή ιόντων, έχουν δηλαδή θετικό… …   Dictionary of Greek

  • απορρυπαντικά — Βιομηχανικά προϊόντα που ανήκουν στην κατηγορία των καθαριστικών μέσων, κύριος αντιπρόσωπος των οποίων υπήρξε για αιώνες το σαπούνι. Μία από τις παλαιότερες χημικές οργανικές αντιδράσεις που εφαρμόστηκαν για την παραγωγή σαπουνιού ήταν η… …   Dictionary of Greek

  • διπεπτίδια — Χημικές ενώσεις που παράγονται από την ένωση δύο αμινοξέων, τα οποία ενώνονται μεταξύ τους με έναν δεσμό που ονομάζεται πεπτιδικός και δημιουργείται μεταξύ του καρβοξυλίου του ενός αμινοξέος και της αμινικής ομάδας του άλλου, με απομάκρυνση ενός… …   Dictionary of Greek

  • καρβοξυλικά οξέα — Τάξη οργανικών οξέων που περιέχουν μία ή περισσότερες καρβοξυλικές ομάδες ( COOH). Τα κ.ο. μπορεί να είναι κορεσμένα ή ακόρεστα, να περιέχουν διπλούς ή τριπλούς δεσμούς, ενώ ανάλογα με τον αριθμό των καρβοξυλίων που υπάρχουν στο μόριό τους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”